- πλατυάμφοδος
- -ον, Ααυτός που έχει πλατιές οδούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ-* + ἄμφοδος «οδός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλατυάμφοδος — with broad streets masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατυάμφοδον — πλατυάμφοδος with broad streets masc/fem acc sg πλατυάμφοδος with broad streets neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατύ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, ὁλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πλατύς με σημ. «φαρδύς, ευρύς, παχύς, πληθωρικός, μεγάλος, άνετος». Στο επίθ. πλατύς ανάγονται και ορισμένοι ξεν. επιστημονικοί όροι που… … Dictionary of Greek